αποκουφαίνω

αποκουφαίνω
-ανα, -άθηκα, κουφαίνω εντελώς κάποιον, ξεκουφαίνω κάποιον (με φωνές, θόρυβο κτλ.): Θα τον αποκουφάνετε τον παππού με τις φωνές σας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκουφαίνω — (Α ἀποκωφοῡμαι, όομαι) 1. κάνω κάποιον εντελώς κουφό 2. ενοχλώ στ αφτιά, ξεκουφαίνω αρχ. ( ούμαι) κουφαίνομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • αποκωφούμαι — βλ. αποκουφαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”